- τιτάνιο
- Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ti· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στη δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 22, ατομικό βάρος 47,90 και 5 σταθερά ισότοπα. Δεν βρίσκεται ελεύθερο στη φύση, αλλά είναι αρκετά διαδεδομένο, με τη μορφή ορυκτού, στον τιτανίτη, στον ιλμενίτη και στο ρουτίλιο. Το ανακάλυψε ο Β. Γκρέγκορ το 1791, αλλά παρασκευάστηκε στη στοιχειακή του μορφή από τον Μπερτσέλιους το 1825. Είναι μέταλλο καθαρό φαιό, σκληρό, τήκεται στους 1.670°C και βράζει σε πάνω από 3.000°C· κατά μοναδική εξαίρεση καίγεται σε περιβάλλον αζώτου, είναι διαλυτό εν θερμώ στα ανόργανα οξέα, ενώνεται σε υψηλές θερμοκρασίες με το οξυγόνο, το υδρογόνο, τα αλογόνα, το θείο, το άζωτο. Στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι αναλλοίωτο στον αέρα· σχηματίζει κράματα με μερικά μέταλλα, π.χ. το σιδηροτιτάνιο, που χρησιμοποιείται στην παραγωγή ειδικών χαλύβων.
Το τ. παρασκευάζεται από το τετραχλωριούχο τ., με αποσύνθεση με νάτριο. Η βιομηχανική παρασκευή του γίνεται με τη μέθοδο Κρολ (αναγωγή του τετραχλωριούχου τ. με μαγνήσιο). Η περισσότερο ενδιαφέρουσα ένωσή του είναι το διοξείδιο, σκόνη λευκή που παράγεται εν θερμώ σε περιβάλλον όξινο με υδρόλυση των διαλυμάτων του· χρησιμοποιείται στην αποστίλπνωση των τεχνητών ινών, στη βιομηχανία κεραμικών και σμάλτων και στην παρασκευή του λευκού του τ., όπου αντικατέστησε τον ανθρακικό μόλυβδο, επειδή παρουσιάζει αντοχή στους ατμοσφαιρικούς παράγοντες, υψηλή ικανότητα προστασίας και είναι αβλαβές. Για τις εκλεκτές μηχανικές ιδιότητές του (ελαφρότητα, χαμηλή θερμική και ηλεκτρική αγωγιμότητα), το τ. εφαρμόζεται ευρύτατα στην αεροναυτική και στη διαστημική τεχνολογία.
τιτανίτης. Ορυκτό του τ. και του ασβεστίου CaTiO·SiO4. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και οι ποικιλόχρωμοι κρύσταλλοί του εμφανίζουν πρισματική αποφολίδωση. Είναι ορυκτό μεταμορφικής προέλευσης, χαρακτηριστικό των κρυσταλλικών σχιστών.
Δείγματα τιτανίτη σε κρυστάλλους.
* * *το, Νχημ. μεταλλικό χημικό στοιχείο με σύμβολο Τi και ατομικό αριθμό 22, που ανήκει στην ομάδα IVb τών στοιχείων μετάπτωσης τού περιοδικού συστήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. titane (< νεολατ. titanium < Τιτάν). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.